- Λοῦ
- Λήςmasc gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοῦ — λόω lǎvo pres imperat mp 2nd sg λόω lǎvo pres imperat act 2nd sg λόω lǎvo imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) λόω lǎvo imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λου Xσιν — (Lu Hsun, Σιαοσίνγκ Τσεκιάνγκ 1881 – Σανγκάη 1936). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κινέζου συγγραφέα Tσόου Σιου Ζεν (Chou Shu jen). To 1902, μετά την εξασφάλιση μιας υποτροφίας, εγκαταστάθηκε στην Ιαπωνία και ακολούθησε τον κλάδο των ιατρικών σπουδών… … Dictionary of Greek
γουρλής — λού και λίδισσα, λίδικο αυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
οὔλου — οὔ̱λου , ὅλοξ masc/neut gen sg (ionic) οὔ̱λου , οὖλον the gums neut gen sg οὔ̱λου , οὖλος 1 whole masc/neut gen sg οὔ̱λου , οὖλος 2 woolly masc/neut gen sg οὔ̱λου , οὖλος 3 destructive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλοῦ — θάλλω sprout aor imperat mid 2nd sg (attic) θᾱλοῦ , θαλέω pres imperat mp 2nd sg (attic) θᾱλοῦ , θαλέω imperf ind mp 2nd sg (attic) θᾱλοῦ , θηλέω to be full of pres imperat mp 2nd sg (attic doric) θᾱλοῦ , θηλέω to be full of imperf ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλου — ἄναλος without salt masc/fem/neut gen sg ἀνά̱λου , ἀνάλλομαι leap aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀνάλλομαι leap aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) ἀνά̱λου , ἀναλίσκω use up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνά̱λου , ἀναλίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομφούκιος — (Τσουελί, Σαντούνγκ 551 – Τσιφού 479 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κουνγκ Τα’ιέου. Οι μαθητές του τον αποκαλούσαν Κουνγκ Φου Τσε (= ο σεβάσμιος διδάσκαλος Κουνγκ). Οι πρώτοι ιεραπόστολοι εκλατίνισαν το όνομα αυτό σε… … Dictionary of Greek
δαλοῦ — δᾱλοῦ , δαλός fire brand masc gen sg δᾱλοῦ , δηλέομαι hurt pres imperat mp 2nd sg (attic doric) δᾱλοῦ , δηλέομαι hurt imperf ind mp 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)